μορφομετρία

μορφομετρία
η
(γεωμορφ.) βλ. μορφομετρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μορφολογία — Στη γεωγραφία σημαίνει τη μελέτη των σχηματισμών της επιφάνειας της Γης, είτε από τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν είτε από τη διανομή τους είτε από την προέλευση τους. Από την άποψη της προέλευσης των σχηματισμών αυτών, η φυσική γεωγραφία και… …   Dictionary of Greek

  • μορφομετρικός — ή, ό φρ. «μορφομετρική ανάλυση» (γεωμορφ.) ποσοτική περιγραφή και γεωμετρική ανάλυση που εφαρμόζεται, στα πλαίσια τής γεωμορφολογίας, σε ένα ιδιαίτερο είδος γεωμορφής ή σε λεκάνες απορροής, αλλ. μορφομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”